Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τινι ὅτι

  • 1 Bring

    v. trans.
    P. and V. φέρειν, γειν, ἐπγειν, προσγειν, κομίζειν, V. πορεύειν (rare P. in act.).
    Carry: also, V. βαστάζειν; see also Lead, Guide, Escort.
    Bring ( accusation): P. and V. ἐπιφέρειν, ἐπγειν.
    Bring about: P. and V. πράσσειν, V. ἐκπράσσειν; see Cause, Contrive.
    Bring away: P. and V. πγειν,
    Bring back: P. and V. νγειν, ναφέρειν, P. ἐπανάγειν.
    From exile: P. and V. κατγειν.
    Turn back: P. and V. ναστρέφειν (rare P.).
    Bring back to life: see Revive.
    Bring before: P. and V. ἐπγειν (acc. of direct, dat. of indirect object), προσγειν (acc. of direct object, dat., or πρὸς (acc.), of indirect object).
    Bring before the court: see Hale.
    Bring down: P. and V. κατγειν, Ar. and P. καταφέρειν, P. κατακομίζειν.
    Make come down: P. καταβιβάζειν.
    Knock down: P. and V. καταβάλλειν.
    Bring down ( a weapon on a person or thing): V. καθιέναι (acc.).
    Humble: P. and V. καθαιρεῖν, V. καταρρέπειν, κλνειν.
    Bring forth: P. and V. ἐκφέρειν, ἐξγειν, ἐκκομίζειν, V. ἐκπορεύειν.
    Bear, produce ( of animals generally): P. and V. τίκτειν, V. νιέναι; ( of human beings): P. and V. γεννᾶν, τίκτειν, V. γείνασθαι (aor. of γείνεσθαι) (also Xen. but rare P.), λοχεύεσθαι, ἐκλοχεύεσθαι; (of trees, etc.): P. and V. φέρειν; see Yield.
    Bring forward: P. προάγειν.
    Introduce: P. and V. παρέχειν (or mid.), ἐπγειν, εἰσφέρειν, παραφέρειν, παργειν, προσφέρειν, P. προφέρειν.
    Bring in: P. and V. εἰσγειν, εἰσφέρειν, εἰσκομίζειν.
    Of money: P. προσφέρειν, φέρειν; see Yield.
    A law: P. and V. γρφειν (Eur., Ion. 443).
    Bring in besides: P. and V. ἐπεισφέρειν.
    Bring on: P. and V. ἐπγειν, ἐπιφέρειν; consequences, etc.: P. and V. ἐφέλκεσθαι (Xen.).
    Bring on oneself: P. and V. ἐπγεσθαι.
    Bring oneself to: P. and V. τολμᾶν (infin.), ἀξιοῦν (infin.), νέχεσθαι (part.), V. ἐπαξιοῦν (infin.), Ar. and V. τλῆναι (infin.) ( 2nd aor. of τλᾶν), ἐξανέχεσθαι (part.).
    Bring out: P. and V. ἐκφέρειν, ἐκκομίζειν, ἐξγειν, V. ἐκπορεύειν; see also Expose, Show.
    Bring out a play: Ar. and P. διδάσκειν; a book: P. ἐκφέρειν, ἐκδιδόναι.
    Bring over, win over to another: P. προσποιεῖν; to oneself: P. and V. προσποιεῖσθαι, προσγεσθαι; see bring round, win.
    Bring round: P. περικομίζειν.
    I know well that they will all be brought round to this view: P. εὖ οἶδʼ ὅτι πάντες ἐπὶ ταύτην κατενεχθήσονται τὴν ὑπόθεσιν (Isoc. 295A).
    Bring to: P. and V. προσγειν, προσφέρειν, P. προσκομίζειν.
    met., recover ( one who is ill): P. ἀναλαμβάνειν, ἀναφέρειν, P. and V. νορθοῦν.
    Bring to bear: P. and V. προσφέρειν, προσγειν, P. προσκομίζειν.
    Bring to land: P. and V. κατγειν, P. κατακομίζειν.
    Bring to light: P. and V. εἰς φῶς γειν; see Expose.
    Bring to mind, remember: P. and V. μεμνῆσθαι (perf. pass. μιμνήσκειν) (acc. or gen.), μνημονεύειν; see Remember.
    Bring to another's mind: P. and V. ναμιμνήσκειν; see Recall.
    Bring to pass: P. and V. πράσσειν, V. ἐκπράσσειν; see Cause, Contrive.
    Bring to trial: P. εἰς δικαστήριον, ἄγειν, ὑπάγειν εἰς δίκην; see under Trial.
    Bring together: P. and V. συνγειν.
    Bring up: lit., P. and V. νγειν, νιέναι, V. ἐξανγειν; a question: P. and V. ἐκφέρειν; see Introduce.
    Rear: P. and V. τρέφειν (or mid.), ἐκτρέφειν.
    Educate: P. and V. παιδεύειν, ἐκπαιδεύειν, παιδαγωγεῖν.
    An orphan: V. ὀρφανεύειν (acc.).
    An accusation: P. and V. ἐπιφέρει, P. προφέρειν.
    Bring up ( educate) again: Ar. and V. ναπαιδεύειν (Soph., frag.).
    Bring up against: P. and V. ἐπιφέρειν (τί τινι); see also Apply.
    Be brought up in: P. and V. ἐντρέφεσθαι (dat.).
    Be brought up ( with another): P. and V. συντρέφεσθαι (dat.), συνεκτρέφεσθαι (dat.).
    Bring upon: P. and V. ἐπιφέρειν (τινί τι), V. εἰσφέρειν (τινί τι).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bring

  • 2 Head

    subs.
    P. and V. κεφαλή, ἡ, V. κορυφή. ἡ (Eur., Or. 6; also Xen. but rare P.), κρα, τό, acc. also κρᾶτα, τόν, gen. κρατός, τοῦ, dat. Ar. and V. κρατί, τῷ.
    Over head, adv.: P. and V. νω, νωθεν.
    With two heads, adj.: V. ἀμφίκρανος.
    With three heads: V. τρίκρανος, Ar. τρικέφαλος.
    With a hundred heads: V. ἑκατογκρανος, Ar. ἑκατογκέφαλος.
    With many heads: P. πολυκέφαλος.
    Nod the head ( in assent), v.: P. and V. ἐπινεύειν.
    Shake the head ( in refusal): Ar. and P. νανεύειν.
    Throw back the head: P. and V. νακύπτειν (Eur., Cycl. 212).
    On my head let the interference fall: Ar. πολυπραγμοσύνη νυν εἰς κεφαλὴν τρέποιτʼ ἐμοί (Ach. 833).
    Why do you say things that I trust heaven will make recoil on the heads of you and yours? P. τί λέγεις ἃ σοὶ καὶ τοῖς σοῖς οἱ θεοὶ τρέψειαν εἰς κεφαλήν; (Dem. 322).
    Bringing curse on a person's head, adj.: V. ραῖος (dat. of person) (also Plat. but rare P.).
    Put a price on a person's head: P. χρήματα ἐπικηρύσσειν (dat. of person).
    They put price on their heads: P. ἐπανεῖπον ἀργύριον τῷ ἀποκτείναντι (Thuc. 6, 60).
    He put a price upon his head: V. χρυσὸν εἶφʼ ὃς ἂν κτάνῃ (Eur., El. 33).
    Mind, brain, subs.: P. and V. νοῦς, ὁ. Ar. and V. φρήν, ἡ, or pl. (rare P.).
    Do whatever comes into one's head: P. διαπράσσεσθαι ὅτι ἂν ἐπέλθῃ τινί (Dem. 1050).
    Turn a person's head: P. and V. ἐξιστναι (τινά).
    Head of a arrow, subs.: V. γλωχς, ἡ.
    Head ( of a plant): Ar. κεφαλή, ἡ, κεφλαιον, τό.
    Head of a spear: P. and V. λογχή. ἡ (Plat.).
    Headland: headland.
    Projecting point of anything: P. τὸ πρόεχον.
    Bring to a head, v. trans.: V. καρανοῦν; see Accomplish.
    Come to a head, v. intrans.: of a sore, P. ἐξανθεῖν; met., P. and V. ἐξανθεῖν, V. ἐκζεῖν, ἐπιζεῖν, P. ἀκμάζειν.
    Ignorance of the trouble gathering and coming to a head: P. ἄγνοια τοῦ συνισταμένου καὶ φυομένου κακοῦ (Dem. 245).
    Heads of a discourse. etc., subs.: P. κεφάλαια, τά.
    Source, origin: P. and V. ἀρχή, ἡ; see Origin.
    Chief place: P. and V. ἀρχή, ἡ. P. ἡγεμονία, ἡ.
    Head ( concretely), leader: P. and V. ἡγεμών, ὁ or ἡ; see also Chief.
    At the head of, in front of, prep.: P. and V. πρό (gen.).
    Superintending: P. and V. ἐπ (dat.).
    Put at the head of, v.: P. and V. ἐφιστναι (τινά τινι).
    Be at the head of: P. and V. ἐφίστασθαι (dat.), προστατεῖν (gen.) (Plat.), Ar. and P. προΐστασθαι (gen.).
    Those at the head of affairs: P. οἱ ἐπὶ τοῖς πράγμασι.
    ——————
    adj.
    Principal: P. and V. πρῶτος.
    Supreme: P. and V. κύριος.
    Head ( wind): P. and V. ἐναντίος; see Contrary.
    ——————
    v. trans.
    Be leader of: P. ἡγεῖσθαι (dat. of person, gen. of thing), Ar. and P. προΐστασθαι (gen. of person).
    Lead the way: P. and V. ἡγεῖσθαι (dat.).
    Start, begin: P. and V. ἄρχειν (gen.); see Begin.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Head

  • 3 как

    как
    1. нареч вопр. πῶς, τίνι τρόπω:
    \как вы поживаете? πῶς είσθε; τί κάνετε; \как ἐτο случилось? πως συνέβη αὐτό;· \как э́то сделать? πῶς νά τό κάνω αὐτό;· \как вам кажется? πως σᾶς φαίνεται;· \как мне быть? τί νά κάνω· \как так? πως ἐτσι;·
    2. нареч воскл. πῶς, τί:
    \как он изменился! πῶς ἄλλαξε!·
    3. нареч относ. ὅπως, ὠς:
    я действовал, \как вы мне сказали ἐνήργησα ὀπως μοῦ είπατε·
    4. союз сравнит. ὀπως, σάν, καθώς, ὡσάν:
    белый \как снег ἄσπρος σάν τό χιόνι· такой же, \как прежде ὁ ίδιος, ὅπως καί πρίν советую вам э́то \как друг σᾶς τό συμβουλεύω σάν φίλος· \как..., так и... τόσο..., ὀσο...·
    5. союз временной μόλις, ὀταν, πού, εὐθύς ὡς (как только)! ἀπό τότε πού, ἀφ· ὀτου (с тех пор как):
    всякий раз \как κἀθε φορά πού· прошло два года, \как мы с yим познакомились πέρασαν δύο χρόνια ἀπό τότε πού γνωριστήκαμε· между те́м \как, тогда \как ἐνῶ, τήν ὠρα πού·
    6. союз (выражает внезапность действия) разг ξαφνικά, ξάφνου, Εξαφνα:
    она (вдруг) \как закричит ξαφνικά ἀρχισε νά φωνάζει· дождь \как польет ἀρχισε ξάφνου μιά βροχή· ◊ \как когда разг ἐξαρτάται ἀπό τίς περιστάσεις· \как будто, \как бы σάμπως, φαίνεται σάν, σάν νἀ· задача !§та \как будто простая τό πρόβλημα αὐτό φαίνεται εὔκολο· \как раз ἀκριβῶς, ίσια ίσια· \как бы то ий было ὅπως καί νάχει τό ζήτημα, ὅτι καί νά συμβή· \как бы ни ὅσο καί νά· \как бы он ни старался... ὅσο καί νά προσπαθήσει...· \как бы не... μήπως καί..., μπας καί...· \как же! ἀσφαλώς!, βεβαίως!· \как же так? разг ἀπό ποῦ κι· ὡς ποῦ:· \как бы не так! καλέ τί μας λές!· \как знать? разг ποιος ξέρει;· \как попало ὅπως τύχει· делать что́-л. \как попало κάνω κάτι ὀπως τύχει· \как например ὅπως λόγου χάριν смотря \как... ἐξαρτᾶται πως...· \как известно ὅπως εἶναι γνωστό.

    Русско-новогреческий словарь > как

  • 4 Redound to

    v. trans.
    Conduce to P. and V. τείνειν (εἰς, acc.), συμβάλλεσθαι (εἰς, acc. or πρός, acc.), P. προφέρειν (εἰς, acc.).
    Redound to one's credit: P. and V. κόσμον φέρειν (τινί) (Thuc. 4, 17).
    ( I pray) that the gods put into the hearts of all of you what is likely to redound to the credit of your reputation publicly and your consciences individually: P. ὅτι μέλλει συνοίσειν καὶ πρὸς εὐδοξίαν κοινῇ καὶ πρὸς εὐσέβειαν ἑκάστῳ, τοῦτο παραστῆσαι τοὺς θεοὺς πᾶσιν ὑμῖν (εὔχομαι) (Dem. 228).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Redound to

См. также в других словарях:

  • χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • όρκος — Κατά την αρχική εκδοχή του όρου είναι η επίσημη δήλωση, κατά την οποία ο άνθρωπος επικαλείται τη θεότητα ως μάρτυρα της αλήθειας της διαβεβαίωσης του ή ως εγγυητή της τήρησης υπόσχεσής του. Η έννοια αυτή διευρύνθηκε αργότερα ώστε να περιλάβει… …   Dictionary of Greek

  • τίς — τί, ΝΜΑ, και ηλειακός και λακων. τ. τίρ Α (ερωτ. αντων.) 1. (σε ευθεία ερώτ.) ποιος (α. «τίνος είναι το παιδί;» β. «ὦ ξεῑνοι, τίνες ἐστέ;», Ομ. Οδ.) 2. (το ουδ.) τί (ως έκφραση θαυμασμού ή περιφρόνησης) πόσο (α. «τί ωραίο σπίτι!» β. «τί κακός που …   Dictionary of Greek

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

  • θαρρώ — (Α θαρσῶ, νεώτ. αττ. τ. θαρρῶ, έω, Μ θαρρῶ και θαρσῶ) 1. έχω θάρρος, τόλμη, ψυχικό σθένος 2. εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη, έχω πεποίθηση σε κάποιον, στηρίζομαι σε κάποιον νεοελλ. νομίζω, υποθέτω, πιστεύω, έχω την πεποίθηση (α. «θαρρώ πως θα… …   Dictionary of Greek

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς …   Dictionary of Greek

  • οίδα — (ΑΜ οἶδα, Α αιολ. τ. ὄϊδα) 1. γνωρίζω, ξέρω (α. «ὅς ᾔδη τά τ ἐόντα τά τ ἐσσόμενα πρό τ ἐόντα», Ομ. Ιλ. β. «ἴστω ὑπὸ τοῡ ἀδελφοῡ ἀποθανών», Ηρόδ.) 2. φρ. α) «ἕv οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα» ένα πράγμα γνωρίζω, ότι τίποτε δεν γνωρίζω β) «οὐκ οἴδασι τί… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»